Άγιος Βασίλης: Μύθος ή Πραγματικότητα;



Άγιος Βασίλης έρχεται…

Ο Άγιος Βασίλης την παραμονή των Χριστουγέννων φορτώνει το έλκηθρό του, που το σέρνουν 8 τάρανδοι, με κάθε λογής παιχνίδια και αρχίζει το ταξίδι του. Ξεκινάει από το χωριό του στη Λαπωνία και γυρίζει όλο τον κόσμο, για να μοιράσει δώρα στα παιδιά, μένοντας για πάντα χαραγμένος στην καρδιά και στη ψυχή μας. Αυτή η ευγενική μορφή με την κατάλευκη γενειάδα, αποτελεί σήμερα σε παγκόσμια κλίμακα τον πλέον αγαπημένο ήρωα των παιδιών τις ημέρες των εορτών, ακόμη και σε χώρες μη χριστιανικές.
Κάθε χρόνο το ταξίδι του Αϊ Βασίλη ολοκληρώνεται την Πρωτοχρονιά, όταν γεμάτος δώρα μπαίνει από τις καμινάδες των τζακιών στα σπίτια και αφήνει κάτω από το στολισμένο δέντρο τα δώρα των παιδιών. Η παράδοση σύμφωνα με την οποία ο Αϊ Βασίλης περνά μέσα από καμινάδες, για να δώσει δώρα στα παιδιά, προέρχεται από το ποίημα του Αμερικανού συγγραφέα Κλέμεντ Μουρ με τίτλο “The night before Christmas”  (1823), ο οποίος δανείστηκε την ιδέα της καμινάδας, μαζί με την ιδέα του έλκηθρου και των οκτώ ταράνδων που το σέρνουν από ένα φινλανδικό παραμύθι. Πόσοι από εμάς, ωστόσο, γνωρίζουμε την αληθινή ιστορία του Αϊ Βασίλη, που τραγουδούν τα παιδιά στα κάλαντα την παραμονή της Πρωτοχρονιάς;
Το έθιμο της ανταλλαγής δώρων τα Χριστούγεννα και την Πρωτοχρονιά χάνεται στα βάθη των αιώνων. Χρειαζόταν, όμως, κάποιος που θα προσωποποιούσε αυτή τη γιορτή και θα την έκανε ακόμη πιο ευχάριστη για την παιδική φαντασία. Άγιος Βασίλης, Saint Nicholas, Father Christmas, Sinter Claes, Pere Noel είναι μερικές μόνο από τις ονομασίες, που του δόθηκαν με πιο γνωστή και διαδεδομένη αυτή του Santa Claus. Ας δούμε, όμως, μαζί την αληθινή ιστορία του Αϊ Βασίλη…



Μέγας Βασίλειος 

Γεννήθηκε στα 330 στη Νεοκαισάρεια της Καππαδοκίας. Στις κρίσιμες ώρες για την ορθοδοξία, η εκκλησία ζήτησε από τον Πρεσβύτερο Βασίλειο να προσφέρει τις πολύτιμες υπηρεσίες του στον αγώνα κατά των αιρετικών Αρειανών και κατά της δυστυχίας. Η απαίτηση του λαού του τον έκαναν να διακόψει το μοναχικό βίο και να χειροτονηθεί πρεσβύτερος στην Καισαρεία της Καππαδοκίας. Στη μεγάλη πείνα του 368 κινητοποίησε τους πλούσιους να βοηθήσουν εκείνους, που είχαν ανάγκη και καθιέρωσε τη διανομή τροφίμων, ρούχων, χρημάτων και κάθε είδους βοήθειας σε φτωχές οικογένειες απόρων. Παράλληλα, ίδρυσε κοντά στην Καισαρεία μια ολόκληρη πόλη από φιλανθρωπικά ιδρύματα, γηροκομεία, νοσοκομεία, ξενοδοχεία και ορφανοτροφεία, που προς τιμήν του ονομάστηκε Βασιλειάδα.
Το 370 διαδέχθηκε στον επισκοπικό θρόνο το μητροπολίτη Καισάρειας Ευσέβιο. Χαρακτηριστικό ήταν το θάρρος και η τόλμη του απέναντι στον αρειανό αυτοκράτορα Ουάλη, που θέλησε να τον απειλήσει. Αφιέρωσε όλη του τη ζωή στην αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων της εκκλησίας και στη φροντίδα του ποιμνίου του. Σπουδαία, επίσης, ήταν και η συγγραφική του εργασία. Έγραψε δογματικά, ασκητικά, ηθικά, παιδαγωγικά έργα, καθώς και ομιλίες, κηρύγματα και επιστολές. Κήρυξε την ελληνοχριστιανική παιδεία, στηριζόμενη στον Απόστολο Παύλο και τον Πλάτωνα. Συμπλήρωσε με ευχές τη Θεία Λειτουργία και διακρίθηκε για το ήθος, τη σοβαρότητα και την αξιοπρέπειά του, καθώς επίσης για την ευσέβεια, την καλοσύνη και την ανθρωπιά του και παρέμεινε μέχρι το τέλος ακλόνητος στις αρχές και στα πιστεύω του. Οι σύγχρονοί του, ενώ ζούσε ακόμη, τον ονόμασαν “Μέγα”, τόσο για την πίστη και τη σωφροσύνη του, όσο και για τη γενναιοδωρία του.
Όμως, οι πολλές κοινωνικές και εκκλησιαστικές φροντίδες επηρέασαν αρνητικά τον ασθενικό οργανισμό του ασκητικού Ιεράρχη, που εκδήλωσε οξεία νόσο των νεφρών. Άρρωστος βαριά ο Βασίλειος εγκατέλειψε τα εγκόσμια πάμπτωχος σε ηλικία 48 ετών στις 31 Δεκεμβρίου του 378, αφήνοντας πίσω μεγάλη θλίψη και γενικό πένθος στο λαό. Το ποίμνιό του, προέπεμψε τη σωρό του στην Άνω Ιερουσαλήμ την 1η Ιανουαρίου του 379. Ο πρωτοχρονιάτικος εορτασμός της μνήμης του Ιεράρχη, μεταφέρθηκε από γενιά σε γενιά σε όλο τον Ορθόδοξο Ελληνισμό και το φιλανθρωπικό του έργο ενέπνευσε πράξεις αλληλεγγύης και αγάπης. Τη μνήμη του Αγίου ή Μέγα Βασιλείου τη γιορτάζουμε δύο φορές μέσα στον Ιανουάριο, την Πρωτοχρονιά και στις 30 του μηνός με τους Τρεις Ιεράρχες.
Στην πορεία, η ιστορία του Αγίου Βασιλείου έχει υποστεί ουσιώδεις αλλαγές από την ορθόδοξη παράδοση. Στην Ελλάδα η μετατροπή της μορφής του Αγίου Βασιλείου στο βορειοευρωπαίο και βορειοαμερικανό Santa Claus φαίνεται πως πέρασε στην αστική κυρίως τάξη στη δεκαετία 1950-1960 από τους “συγγενείς” μετανάστες, που με τις ευχητήριες κάρτες τους εισήγαγαν και στην Ελλάδα τη νέα μορφή του Αϊ Βασίλη.
Μάλλον, όμως, δε θα ενοχλείται από αυτή τη μικρή αλλαγή της ζωής και της μορφής του, αφού σκοπός αυτής της αλλαγής ήταν να ταιριάξει περισσότερο με την παιδική ψυχή και τα παιδικά όνειρα. Άλλωστε, χάρη σ’ αυτόν, η πραγματικότητα για λίγες ημέρες αλλάζει ύφος και γίνεται πιο ανθρώπινη και χαρούμενη. Ο Αϊ Βασίλης, λοιπόν, υπάρχει και δεν περιορίζεται μόνο στους Χριστιανούς, αφού κατέκτησε τις καρδιές όλων των ανθρώπων σε όλο τον κόσμο.




Η παράδοση της βασιλόπιτας

Από το Μέγα Βασίλειο ξεκίνησε και η συνήθεια της βασιλόπιτας της Πρωτοχρονιάς. Όπως αναφέρει η παράδοση, την εποχή που ο Βασίλειος ήταν Επίσκοπος στην Καισαρεία, ο Έπαρχος της Καππαδοκίας πήγε στην πόλη για να εισπράξει φόρους. Οι κάτοικοι, τρομαγμένοι, ζήτησαν τη βοήθεια του Επισκόπου τους. Εκείνος τους πρότεινε να φέρουν ό,τι πιο πολύτιμο είχαν και όταν μάζεψαν πολλά δώρα, κοσμήματα και χρυσά νομίσματα, βγήκαν μαζί με το Βασίλειο να συναντήσουν τον Έπαρχο. Ο τρόπος και η πειθώ του Βασιλείου καταπράυνε τόσο τον Έπαρχο, που τελικά δε θέλησε να πάρει τα δώρα και να τους φορολογήσει. Όταν, όμως, οι κάτοικοι προσπάθησαν να μοιράσουν πίσω τα δώρα που ο καθένας είχε φέρει, ο χωρισμός αποδείχτηκε ιδιαίτερα δύσκολος, καθώς πολλοί είχαν προσφέρει παρόμοια κοσμήματα και νομίσματα. Τότε ο Μέγας Βασίλειος διέταξε τους πιστούς να φτιάξουν το απόγευμα του Σαββάτου πίτες και να βάλουν μέσα σε κάθε μία από αυτές ένα αντικείμενο. Την επομένη τους τις μοίρασε και, σαν από θαύμα, κάθε ένας βρήκε μέσα στην πίτα του αυτό που είχε προσφέρει.




Από τον Άγιο Νικόλαο στον Saint Nicholas

Ο Άγιος Νικόλαος γεννήθηκε τον 3ο αιώνα μ.Χ. στα Πάταρα της Λυκίας, από γονείς ευσεβείς και πλούσιους, όμως, σε νεαρή ηλικία έμεινε ορφανός και κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας. Ο άγιος Νικόλαος αποδήμησε ειρηνικά στις 6 Δεκεμβρίου του έτους 330 μ. Χ. (Κατ’ άλλους του 345 ή 352 μ.Χ.) Μετά την κοίμηση του ονομάστηκε «μυροβλύτης», καθώς τα λείψανά του άρχισαν να αναβλύζουν άγιο μύρο, όπως και άλλων αγίων. Τα λείψανά του διατηρήθηκαν στα Μύρα της Λυκίας έως και τον ενδέκατο αιώνα. Πώς,  ο επίσκοπος της Μύρας, Νικόλαος έγινε ο Άγιος του Μπάρι; Πώς έγινε και ο θρύλος του προστάτη των ναυτικών εξελίχθηκε σ’ αυτόν που προσφέρει δώρα στα παιδιά; Πώς εμφανίστηκε στη δυτική Ευρώπη το έθιμο ανταλλαγής και προσφοράς δώρων στα παιδιά την ημέρα της μνήμης του Αγίου στις 6 Δεκεμβρίου;
Το ταξίδι από την Λυκία στο Μπάρι ήταν μεγάλο. Ο τάφος στη Μύρα υπήρξε ανέκαθεν τόπος προσκυνήματος και η πόλη που τον φιλοξενούσε απολάμβανε πολλά οικονομικά οφέλη από τους προσκυνητές, που έρχονταν από διάφορα μέρη. Έτσι, με την πρώτη ευκαιρία οι Ιταλοί θέλησαν να κερδίσουν αυτά τα οφέλη.
Το 1087 τρία ιταλικά εμπορικά πλοία από το Μπάρι, επέστρεφαν στην Ιταλία από την Αντιόχεια. Κάνοντας στάση στη Μύρα, προσκύνησαν τον τάφο του Αγίου προστάτη των θαλασσινών, καθώς και το μέρος που έβγαινε το «άγιο μύρο». Παρά τις αντιρρήσεις των ντόπιων χριστιανών, έσπασαν τη σαρκοφάγο του Αγίου και πήραν τα λείψανα με το πρόσχημα, ότι θα τα διαφυλάξουν από τους Σελτζούκους που διαφέντευαν την περιοχή.
Οι ναυτικοί έφτασαν στο Μπάρι έχοντας φτιάξει μια ειδική θήκη για τα λείψανα του Αγίου. Η υποδοχή του λαού όπως είδαμε ήταν θερμή, με αποτέλεσμα σε δυο χρόνια να χτιστεί ένας μεγαλοπρεπής ναός, ο οποίος κηρύχθηκε ιερός τόπος προσκυνήματος από τον πάπα Ουρβανό Β’. Πολύ σύντομα ο ναός έγινε ένα από τα σπουδαιότερα χριστιανικά κέντρα στη διάρκεια του μεσαίωνα. 
Μαζί με τα λείψανα του Αγίου ήρθαν στη Δύση και οι θρύλοι που τον συνόδευαν. Σύμφωνα με ένα γνωστό μύθο, ένας έμπορος στα Πάταρα έχασε την περιουσία του και δεν μπορούσε να ζήσει την οικογένειά του. Οι τρεις κόρες του, για να βγάλουν την οικογένεια από τη δύσκολη θέση, αποφάσισαν να ρίξουν κλήρο και όποια έβγαινε, θα γινόταν πόρνη για να μαζέψει χρήματα για την προίκα των άλλων δυο αδελφών της. Ο κλήρος έπεσε στη μεγαλύτερη.
Ο Νικόλαος έμαθε την τραγική κατάσταση της οικογένειας και θέλησε να βοηθήσει. Έτσι, κατά τη διάρκεια της νύχτας για να μη γίνει αντιληπτός, έριξε χρυσό από την καμινάδα και αυτός προσγειώθηκε μέσα σε μια κάλτσα, που οι κόρες είχαν κρεμάσει στο τζάκι για να στεγνώσει. Έτσι, προέκυψε το έθιμο να μπαίνουν τα δώρα σε κάλτσες κρεμασμένες στο τζάκι. Επίσης, επειδή ο Άγιος Νικόλαος δώριζε στους ανθρώπους ό,τι είχαν ανάγκη, προέκυψε το έθιμο της ανταλλαγής δώρων την παραμονή της ημέρας του θανάτου του. Τα έθιμα αυτά γνώρισαν μεγάλη αποδοχή στη μεσαιωνική Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ιταλία, τη Γαλλία και την Ισπανία, όπου τα δώρα ήταν συνήθως χειμωνιάτικα φρούτα, καρύδια και γλυκά.
Το 12ο αιώνα Γαλλίδες καλόγριες μοίραζαν δώρα στη μνήμη του Αγίου Νικολάου, την ημέρα της επετείου του θανάτου του. Αυτή θεωρείται και η απαρχή του εθίμου στη δυτική κουλτούρα.
Άλλωστε, στις παραδόσεις όλων των λαών της Ευρώπης πάντα υπήρχε κάποιο μυθικό πρόσωπο -νεράιδα, ξωτικό ή θεός-, που κάποια συγκεκριμένη μέρα του χρόνου και για συγκεκριμένο λόγο μοίραζε δώρα στα μικρά παιδιά. Τέτοιος είναι ο καλοκάγαθος γίγαντας Γκαργκάν στην παράδοση των Κελτών (που κουβαλούσε πάντα ένα τεράστιο καλάθι γεμάτο δώρα), η Λα Μπεφάνα στην Ιταλία (που μοίραζε δώρα στα παιδιά και αποκάλυπτε στους νέους μυστικά σχετικά με το μελλοντικό τους γάμο, σαν τιμωρία που αμέλησε να ακολουθήσει τους τρεις μάγους κατά την επίσκεψή τους στο νεογέννητο Χριστό), αλλά και η γριά Μπαμπούσκα στη ρωσική παράδοση, που καταδικάστηκε να τριγυρνάει την ημέρα των Θεοφανείων και να μοιράζει δώρα στα παιδιά, επειδή έδωσε λάθος κατευθύνσεις για το δρόμο προς τη Βηθλεέμ.
Με το πέρασμα των αιώνων ο Saint Nicholas μετατράπηκε σε Santa Claus, μια παράφραση του ονόματος του Αγίου Νικολάου και το έθιμο της ανταλλαγής δώρων συνδέθηκε σιγά, σιγά με τα Χριστούγεννα.




Από τον Saint Nicholas στον Sinter Klaas

Στα χρόνια της μεταρρύθμισης του προτεσταντισμού, η Καθολική εκκλησία βρισκόταν σε παρακμή. Ο Μαρτίνος Λούθηρος δε δεχόταν τη λατρεία των αγίων και θεωρούσε, ότι η γιορτή του Αγίου Νικολάου ήταν «παιδική και ψεύτικη», με αποτέλεσμα η φήμη του Αγίου να περιοριστεί σχεδόν σε όλη την Ευρώπη. Στις Κάτω Χώρες όμως και ιδίως στο Βέλγιο και στην Ολλανδία, ο Sinter Klaas (Saint Nicholas) εξακολουθούσε να λατρεύεται από τους προτεστάντες ως προστάτης των ναυτικών, των εμπόρων και των παιδιών.
Οι Ολλανδοί, που ήταν ναυτικός λαός, μετέφεραν τη φήμη του Αγίου Νικολάου από την Ιταλία και την Ισπανία στο Άμστερνταμ. Επηρεασμένοι από τη συμμαχία τους με τους Ισπανούς και συμμετέχοντας στις πανηγυρικές τους εκδηλώσεις για τη γιορτή του Αγίου Νικολάου, σύντομα τον συγχώνευσαν με ένα δικό τους παγανιστικό, πληθωρικό τοπικό ήρωα του χειμώνα, τον Wooden, που ήταν γερμανικής και σκανδιναβικής προέλευσης. Η θεότητα αυτή διέθετε πλούσια γενειάδα και πετούσε καβάλα σε οκτάποδο άλογο.
Η νέα μορφή του Αγίου Νικολάου για τους Ολλανδούς δεν είχε πια αυστηρή μαυριδερή γενειάδα, αλλά ολόλευκη και πολύ μεγάλη. Δεν έμοιαζε με τον αδύνατο, αυστηρό Επίσκοπο των Καθολικών. Αντίθετα, ερχόταν με πλοίο από την Ισπανία, είχε μαζί του ένα μαυριτανό βοηθό τον Zwart Piet (Μαύρο Πητ) και γύριζε τη χώρα καβάλα στο άσπρο άλογό του. Η φιγούρα του Sinter Klaas μπορεί ακόμη να γυρίζει στους δρόμους και τα κανάλια του Άμστερνταμ, όμως το ταξίδι του συνεχίστηκε στην Αμερική…







Από τον Sinter Klaas στο Santa Claus

Το 1626 οι Ολλανδοί Καλβινιστές μεταναστεύοντας στην Αμερική έπαιρναν μαζί τους για φυλακτό και την εικόνα του Αγίου Νικολάου – Sinter Klaas. Το Νέο Άμστερνταμ, που αργότερα ονομάστηκε Νέα Υόρκη, ήταν ο επόμενος σταθμός του Αϊ Βασίλη.
Στην Αμερική για πολλά χρόνια, εξαιτίας της επικράτησης των αγγλικής καταγωγής μεταναστών, ο Sinter Klaas παρέμεινε στα αζήτητα, ώσπου το 1773 εμφανίζεται ξανά. Το Δεκέμβριο του 1773 και ξανά το 1774, εφημερίδα της Νέας Υόρκης αναφέρει, ότι ομάδες ολλανδικών οικογενειών συγκεντρώθηκαν για να τιμήσουν την επέτειο του θανάτου του Αγίου Νικολάου.
Το 1804 ο John Pintard, μέλος του Ιστορικού Συλλόγου της Νέας Υόρκης, στην ετήσια συγκέντρωση του συλλόγου, μοίρασε ξυλογραφίες με τη μορφή του Αγίου Νικολάου. Το φόντο της εικόνας περιλάμβανε οικείες εικόνες του αγίου και κάλτσες γεμάτες παιχνίδια και φρούτα, κρεμασμένες πάνω από ένα τζάκι.
Αυτός όμως που ανασκεύασε το θρύλο, φαίνεται ότι είναι ο Αμερικανός λαϊκός συγγραφέας Washington Irving το 1809. Γράφοντας την ιστορία της Νέας Υόρκης για λογαριασμό του Ιστορικού Συλλόγου της Νέας Υόρκης, που θεωρούσε τον «Saint Nichlolas» προστάτη της πόλης, έδωσε νέες διαστάσεις στο θρύλο. Εκεί ο Άγιος Νικόλαος εμφανίζεται ως πολεμικός προστάτης των Αμερικανών επαναστατών, σαν ένα αντίβαρο του Αγίου Γεωργίου, που ήταν ο προστάτης του αγγλικού στρατού. Ο Irving δανείστηκε στοιχεία από την ολλανδική εκδοχή του Αγίου Νικολάου και τον περιέγραψε να έρχεται πάνω στο άλογό του και να μοιράζει δώρα.
Το Δεκέμβριο του 1823, όπως διαβάσατε και στην εισαγωγή, όλα άλλαξαν με ένα χριστουγεννιάτικο ποίημα του Αμερικανού συγγραφέα Κλέμεντ Μουρ με τίτλο “The night before Christmas” (1823). Στο ποίημα «Η νύχτα πριν απ’ τα Χριστούγεννα», που έγινε γρήγορα πολύ δημοφιλές, περιγράφεται ένας εντελώς διαφορετικός Αϊ Βασίλης.
Έχει πλέον τη μορφή ξωτικού και μπαίνει στα σπίτια από τις καμινάδες. Έχοντας δανειστεί στοιχεία από τη φιγούρα του Irving, αλλά και από γερμανικούς και σκανδιναβικούς μύθους, η αμερικανική εκδοχή του Santa Claus και της δράσης του στη σημερινή παγκόσμια αποδοχή ήταν πια γεγονός.
Σύμφωνα με μια άλλη άποψη ο Santa Claus γεννήθηκε κατά τη διάρκεια του αμερικανικού Εμφυλίου, όταν ο Ναστ εργαζόταν στο Harper’s Weekly, στο μεγαλύτερο περιοδικό της εποχής και του είχε ανατεθεί να απεικονίζει με αλληγορικές εικόνες τα δρώμενα του πολέμου. Μία από αυτές ήταν “Ο Άγιος Βασίλης στο στρατόπεδο”, όπου παρουσιάστηκε για πρώτη φορά ο Άγιος με τα χαρακτηριστικά ενός ευτραφούς, ροδαλού άνδρα, στολισμένου από άστρα, ο οποίος μοίραζε δώρα σε ένα στρατόπεδο των Βορείων.
Βασισμένος στην επιτυχία που γνώρισε το έργο του το 1862, ο Ναστ συνέχισε να παράγει σχέδια του Άγιου Βασίλη κάθε Χριστούγεννα κατά την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου. Και η σύλληψή του έγινε αποδεκτή, γιατί έδωσε στην παραδοσιακή ασκητική, αυστηρή και αποστεωμένη εικόνα του Father Christmas μια άλλη διάσταση, που αντικατόπτριζε την αφθονία και την ευμάρεια.
Γύρω στα 1870 η γλυκιά και γενναιόδωρη μορφή του ταξίδεψε και στη Βρετανία, όπου και συγχωνεύτηκε με το σκανδιναβικής προέλευσης πατέρα των Χριστουγέννων και γέννησε μύθους, θρύλους και τραγουδάκια.




Η Coca-Cola κάνει τον Santa-Clause διάσημο!

Μέχρι τη δεκαετία του 1930 η στολή του Αϊ Βασίλη είχε τα χρώματα του ουράνιου τόξου. Τι έγινε, όμως, και άλλαξε μορφή; Ποιος τον έκανε έτσι, όπως ακριβώς τον γνωρίζουμε σήμερα; Η Coca-Cola αποτέλεσε την αφορμή για να γίνει η μορφή του τόσο δημοφιλής. Στα 1931, η εταιρεία αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τον Santa Claus στη χειμωνιάτικη διαφημιστική της εκστρατεία και ανέθεσε σε έναν άλλο Αμερικανό καλλιτέχνη, τον Χέιντον Σάντμπλομ, να τον σχεδιάσει. Εκείνος διάλεξε για τον Άγιο τα χρώματα του δημοφιλούς αναψυκτικού και… να ’τος ο νέος Αϊ Βασίλης! Με τις μαύρες μπότες του, το μακρύ σκουφί του, το κόκκινο κοστούμι του και την άσπρη του γούνα, όπως τον γνωρίσαμε και τον αγαπάμε όλοι.
Σε πολλά μέρη της Ελλάδας ο Αϊ Βασίλης αποκαλείται ταξιδιάρης, αλλά και κουβαλητής της Τύχης, γιατί είναι “επισκέπτης με καλό ποδαρικό”. Πάνω από όλα, όμως, είναι ένας ανθρώπινος άγιος, που έζησε ανάμεσά μας.
Ο Αϊ Βασίλης αποτελεί πλέον μια διεθνή λαογραφική μορφή, η οποία προσφέρει δώρα σε παιδιά και ενηλίκους, που υπήρξαν “καλοί” κατά τη διάρκεια του έτους. Ο Αϊ Βασίλης είναι το κυρίαρχο πρόσωπο του εορτασμού των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Η γνωστή μορφή με την κόκκινη στολή και τη λευκή γενειάδα, πάντα χαμογελαστός και με το σάκο του γεμάτο δώρα από όπου και αν ξεκινάει (είτε από τη Λαπωνία είτε από την Καισαρεία της Καππαδοκίας), ένα είναι σίγουρο!
Ότι ταξιδεύει στον κόσμο, δίνει δώρα, χαρίζει την ευχή του και καλή τύχη. Από όπου και αν προέρχεται ο Άγιος Βασίλης, όπως και αν τον αποκαλούν σε κάθε γωνιά του κόσμου, ο μύθος του είναι πανίσχυρος.

Ποιοι είμαστε

Η φωτογραφία μου
Η φρέσκια συντακτική ομάδα του Παντείου αποτελούμενη από τους: Βιβή Δαλάκα, Κωνσταντίνο Δραγγανά, Σοφία Ζυγούμη, Δέσποινα Μοσχονά, Άννα Μπουνάτσου και Δημήτρη Χριστόπουλο έχει ως σκοπό να αναζήτησει , να σχολιάσει αλλά και να σατυρίσει με το δικό της μοναδικό τρόπο τους μύθους και τις αλήθειες γύρω από τα φλέγοντα ζητήματα της καθημερινότητας μας. Καθένα μέλος της ομάδας θα επιλέξει μια διαφορετική πτυχή της καθημερινότητας, η οποία θα σχετίζεται με ζητήματα κοινωνικά, πολιτιστικά, ψυχαγωγικά, ενημερωτικά και ιστορικά. 6 διαφορετικές φωνές ενώνονται για να συνθέσουν μια κοινή πραγματικότητα.